αγρυπνία ή αγρυπνιά ή αγρύπνια
- αγρυπνία ή αγρυπνιά ή αγρύπνια
- Το να μένει κανείς άγρυπνος τη νύχτα είτε χωρίς τη θέλησή του (εξαιτίας αρρώστιας, νευρικής ταραχής κλπ.), είτε με τη θέλησή του· η δέηση μέσα στον ναό για τη θεραπεία ασθενούς.
(Θρησκ.)Η α. απαντάται σε μεγάλη έκταση στην εθιμική ζωή πολλών λαών και φυλών σε ολόκληρο τον κόσμο. Η α. είναι συνηθισμένη πριν από την κηδεία του νεκρού από σεβασμό στον νεκρό και φόβο προς τα κακά πνεύματα. Μέχρι τη θρησκευτική μεταρρύθμιση στην Ευρώπη, υπήρχε ανάλογο έθιμο και στη χριστιανική θρησκεία, αργότερα όμως άρχισε να ατονεί. Οι κοσμικές α. κατά την παραμονή του νέου έτους αποτελούν επιβίωση αρχαίων τελετουργικών α. Από εκκλησιαστική άποψη, η α. είναι ειδική ακολουθία που συνδέει τον εσπερινό με τον όρθρο και διαρκεί όλη τη νύχτα μέχρι την αυγή. Η τέλεση των α. ενισχύθηκε από την εντολή για εγρήγορση του Ιησού Χριστού και απότους διωγμούς, όταν οι χριστιανοί αναγκάζονταν να κάνουν τις συνάξεις τους τη νύχτα. Οι α. αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα από τον 4ο αι., πρώτα στην Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, τη Συρία, τη Μεσοποταμία, τη Λιβύη και τη Φοινίκη και αργότερα στην Κωνσταντινούπολη, όπου τις εισήγαγε ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Στο Βυζάντιο οι α. τελούνταν στις παραμονές των μεγάλων δεσποτικών εορτών (Πάσχα, Θεοφάνια, Γέννηση του Χριστού, Ανάληψη), την παραμονή της Κοίμησης της Θεοτόκου και αργότερα τις παραμονές των Κυριακών, τις ημέρες της ανακομιδής λειψάνων αγίων και εκεί όπου γίνονταν πανηγυρισμοί πολιούχων. Α. τελούνταν ακόμη στις δύσκολες στιγμές εθνικών κινδύνων. Κατά τη διάρκεια της α. διαβάζονταν ευχές, κανόνες, προφητείες, ψαλμοί, διδαχές και το Ευαγγέλιο.
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, εισηγητής της «αγρυπνίας» στην Κωνσταντινούπολη.
Dictionary of Greek.
2013.
Look at other dictionaries:
ἀγρυπνία — ἀγρυπνίᾱ , ἀγρυπνία sleeplessness fem nom/voc/acc dual ἀγρυπνίᾱ , ἀγρυπνία sleeplessness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνίᾳ — ἀγρυπνίαι , ἀγρυπνία sleeplessness fem nom/voc pl ἀγρυπνίᾱͅ , ἀγρυπνία sleeplessness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγρυπνία — και αγρύπνια, η (Α ἀγρυπνία) [ἄγρυπνος] το να μην κοιμάται κανείς τη νύχτα, αϋπνία, το ξαγρύπνημα μσν. νεοελλ. ολονύκτια εκκλησιαστική ακολουθία, που τελείται την παραμονή ορισμένων εορτών αρχ. το χρονικό διάστημα τής φρούρησης, τής σκοπιάς 2.… … Dictionary of Greek
αγρύπνια — η εκούσια ή ακούσια στέρηση του ύπνου: Το νυχτέρι είναι εκούσια αγρύπνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγρυπνία — η ολονύχτια εκκλησιαστική ακολουθία: Στα μοναστήρια οι αγρυπνίες είναι κατανυκτικές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγρυπνίας — ἀγρυπνίᾱς , ἀγρυπνία sleeplessness fem acc pl ἀγρυπνίᾱς , ἀγρυπνία sleeplessness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνίαι — ἀγρυπνία sleeplessness fem nom/voc pl ἀγρυπνίᾱͅ , ἀγρυπνία sleeplessness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνίαν — ἀγρυπνίᾱν , ἀγρυπνία sleeplessness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνιῶν — ἀγρυπνία sleeplessness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρυπνίαις — ἀγρυπνία sleeplessness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)